Μαυροβούνιος

希臘語

编辑

名詞

编辑

Μαυροβούνιος (Mavrovoúniosm (复数 Μαυροβούνιοι,阴性 Μαυροβούνια)

  1. 黑山/蒙特內哥羅人(多指男性)

變格

编辑

相關詞彙

编辑