αγένειος
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自古希臘語 ἀγένειος (agéneios, “未長鬍鬚的,年輕的”),源自否定前綴ἀ- (“不,無”) + γένειον (géneion, “鬍鬚”)。[1]等同於現代希臘語α- + γένι (“鬍鬚”)。
發音 编辑
形容詞 编辑
αγένειος (agéneios) m (陰性 αγένειος,中性 αγένειο)
變格 编辑
αγένειος 的變格
Template:El-decl-adj-ος-ος-ο
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 |
參見 编辑
- αγένεια (agéneia, “粗魯,無禮”)