希臘語 编辑

詞源 编辑

αει- (aei-, 始終) +‎ -φόρος (-fóros, 承載者)

形容詞 编辑

αειφόρος (aeifórosm (陰性 αειφόρα αειφόρος,中性 αειφόρο)

  1. 持續
    αειφόρος ανάπτυξηaeifóros anáptyxi可持續發展

變格 编辑

參見 编辑