ακουστική κιθάρα

希臘語 编辑

發音 编辑

名詞 编辑

ακουστική κιθάρα (akoustikí kitháraf (复数 ακουστικές κιθάρες)

  1. (音樂) 原聲吉他木吉他

變格 编辑

參見ακουστικός (akoustikós)κιθάρα (kithára)