希臘語

编辑

名詞

编辑

ανοησίες (anoïsíesf

  1. ανοησία (anoïsía)主格複數形式。
  2. ανοησία (anoïsía)賓格複數形式。
  3. ανοησία (anoïsía)呼格複數形式。