βουτυρωμένος

希臘語 编辑

詞源 编辑

βουτυρώνομαι (voutyrónomai) 的完成分詞βουτυρώνω (voutyróno, 塗黃油)的被動態。

發音 编辑

分詞 编辑

βουτυρωμένος (voutyroménosm (陰性 βουτυρωμένη,中性 βουτυρωμένο)

  1. 塗有黃油
    το βουτυρωμένο ψωμίto voutyroméno psomí塗有黃油的麵包

變格 编辑

相關詞彙 编辑