εθελόντρια
希臘語 编辑
名詞 编辑
εθελόντρια (ethelóntria) f (复数 εθελόντριες,阳性 εθελοντής)
變格 编辑
εθελόντρια的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εθελόντρια • | εθελόντριες • |
屬格 | εθελόντριας • | εθελοντριών • |
賓格 | εθελόντρια • | εθελόντριες • |
呼格 | εθελόντρια • | εθελόντριες • |
相關詞彙 编辑
- 參見:εθελοντής m (ethelontís, “志願者”)