希臘語 编辑

其他寫法 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 μετρέω (metréō),源自μέτρον (métron)

發音 编辑

動詞 编辑

μετράω (metráo) / μετρώ (過去簡單式 μέτρησα被動語態 μετριέμαι/μετρούμαι被動過去 μετρήθηκα被動完成分詞 μετρημένος)

  1. 數數
  2. 清點
  3. 測量
  4. 重要

變位 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑