古希臘語 编辑

其他寫法 编辑

發音 编辑

名詞 编辑

μητέρα (mētéra)

  1. μήτηρ (mḗtēr)賓格單數

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 μήτηρ (mḗtēr, 母親),源自原始希臘語 *mā́tēr,源自原始印歐語 *méh₂tēr

發音 编辑

名詞 编辑

μητέρα (mitéraf (复数 μητέρες,阳性 πατέρας)

  1. 母親
    η μητέρα του μαθητήi mitéra tou mathití學生的母親
  2. (比喻) 同類事物中的第一
    η μητέρα των κοινοβουλίωνi mitéra ton koinovoulíon議會之
  3. (比喻) 同類事物中特徵的一個
    Ήταν μητέρα των μαχών.Ítan mitéra ton machón.這是戰爭之

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

同類詞彙 编辑

參見:Appendix:希臘語詞彙表/家庭

拓展閱讀 编辑