希臘語 编辑

詞源 编辑

μύτη (mýti, ) +‎ -αράς (-arás)

發音 编辑

名詞 编辑

μυταράς (mytarásm (复数 μυταράδες,阴性 μυταρού)

  1. (口語貶義) 鼻子的人
    Βλέπεις αυτόν το μυταρά;
    Vlépeis aftón to mytará?
    你看見那個大鼻子的傢伙了嗎?

變格 编辑