希臘語 编辑

詞源 编辑

πατατ (patat, 馬鈴薯,土豆) +‎ -άκι (-áki, 指小後綴)

名詞 编辑

πατατάκι (patatákin (复数 πατατάκια)

  1. 薯片

變格 编辑