πεταλωτής
希臘語 编辑
名詞 编辑
πεταλωτής (petalotís) m (复数 πεταλωτήδες)
變格 编辑
πεταλωτής的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πεταλωτής • | πεταλωτήδες • |
屬格 | πεταλωτή • | πεταλωτήδων • |
賓格 | πεταλωτή • | πεταλωτήδες • |
呼格 | πεταλωτή • | πεταλωτήδες • |
近義詞 编辑
- αλμπάνης m (almpánis, “蹄鐵工,鐵匠”)