希臘語 编辑

詞源 编辑

ποδό- (podó-, ) +‎ γύρος (gýros, 邊沿)

發音 编辑

名詞 编辑

ποδόγυρος (podógyrosm (复数 ποδόγυροι)

  1. 裙擺
  2. (口語引申) 女性

變格 编辑