πρόσφυμα
希腊语 编辑
名词 编辑
πρόσφυμα (prósfyma) n (复数 προσφύματα)
变格 编辑
πρόσφυμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |
屬格 | προσφύματος • | προσφυμάτων • |
賓格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |
呼格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |
πρόσφυμα (prósfyma) n (复数 προσφύματα)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |
屬格 | προσφύματος • | προσφυμάτων • |
賓格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |
呼格 | πρόσφυμα • | προσφύματα • |