希臘語 编辑

詞源 编辑

源自中古希臘語 σταφύλιον (staphúlion),源自古希臘語 σταφυλή (staphulḗ) +‎ -ιον (-ion)

名詞 编辑

σταφύλι (stafýlin (复数 σταφύλια)

  1. 葡萄 (水果)

變格 编辑

近義詞 编辑

  • ρώγα f (róga, 葡萄;乳頭;指尖)

同類詞彙 编辑

參見 编辑

拓展閱讀 编辑