希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 συμμετέχω (summetékhō)。字面上等同於(συν-) συμ- ((syn-) sym-, 一起,共) +‎ μετέχω (metécho, 參加。參與) < (μετα-) μετ- ((meta-) met-) +‎ έχω (écho, )

發音 编辑

動詞 编辑

συμμετέχω (symmetécho) (過去簡單式 συμμετείχα被動語態 —)

  1. 參與參加

變位 编辑

相關詞彙 编辑

延伸閱讀 编辑