希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 τραυματίζω (traumatízō)

動詞 编辑

τραυματίζω (travmatízo) (過去簡單式 τραυμάτισα被動語態 τραυματίζομαι)

  1. 受傷

變位 编辑

派生詞 编辑

相關詞彙 编辑