τριανταφυλλής

希臘語

编辑

形容詞

编辑

τριανταφυλλής (triantafyllísm (陰性 τριανταφυλλιά,中性 τριανταφυλλί)

  1. (顏色) 玫瑰色

變格

编辑

相關詞彙

编辑