τρυποκάρυδος

希臘語 编辑

其他寫法 编辑

詞源 编辑

τρυπ(ώ) (tryp(ó), 在……開洞) +‎ καρυδ(ια) (karyd(ia), 核桃樹)

名詞 编辑

τρυποκάρυδος (trypokárydosm (复数 τρυποκάρυδοι)

  1. 啄木鳥
    Γούντι ο ΤρυποκάρυδοςGoúnti o Trypokárydos啄木鳥伍迪

變格 编辑

近義詞 编辑

拓展閱讀 编辑