φυλάκιση
希臘語 编辑
名詞 编辑
φυλάκιση (fylákisi) f (复数 φυλακίσεις)
變格 编辑
φυλάκιση的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φυλάκιση • | φυλακίσεις • |
屬格 | φυλάκισης • φυλακίσεως • | φυλακίσεων • |
賓格 | φυλάκιση • | φυλακίσεις • |
呼格 | φυλάκιση • | φυλακίσεις • |
近義詞 编辑
- κράτηση f (krátisi, “監禁”)
相關詞彙 编辑
- 參見:φυλακή f (fylakí, “監獄”)