τριανταφυλλιά

希臘語 编辑

名詞 编辑

τριανταφυλλιά (triantafylliáf (复数 τριανταφυλλιές)

  1. 薔薇玫瑰(植物)

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見 编辑

形容詞 编辑

τριανταφυλλιά (triantafylliá)

  1. τριανταφυλλής (triantafyllís)主格賓格呼格單數陰性形式。
  2. τριανταφυλλής (triantafyllís)主格賓格呼格複數中性形式。