古希臘語

编辑

詞源

编辑

χέω (khéō)的後起變體。

動詞

编辑

χύνω (khúnō)

  1. (指液體) 傾倒
  2. (指固體) 撒落

參考資料

编辑

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語,源自通用希臘語 χύνω (khúnō),源自古希臘語 χέω (khéō)

發音

编辑

動詞

编辑

χύνω (chýno) (過去簡單式 έχυσα)

  1. (不及物最常用)
    Ποιος έχυσε το γάλα στο πάτωμα;
    Poios échyse to gála sto pátoma?
    誰把牛奶到地上了?
    Για χύσε τον καφέ μου, σε παρακαλώ.
    Gia chýse ton kafé mou, se parakaló.
    請給我咖啡。
    Έχυσα τη ζάχαρη.
    Échysa ti záchari.
    我把糖給弄灑了
    Όταν άνοιξε η πόρτα, χύθηκε ένα άσπρο φως προς τα έξω.
    Ótan ánoixe i pórta, chýthike éna áspro fos pros ta éxo.
    When the door opened, white light spilled out.
  2. (不及物) 澆注 將液體倒入模具,待其冷凍凝固後成形
    Η δουλειά της είναι να χύνει κεριά.
    I douleiá tis eínai na chýnei keriá.
    她的工作是製作蠟燭。
    Το άγαλμα αυτό είναι χυμένο σε ασήμι.
    To ágalma aftó eínai chyméno se asími.
    這個雕像是用銀澆注而成的。
  3. (及物口語粗俗) 射精
    Ο Μάρκος έχυσε στο πρόσωπο του Λάμπρου.
    O Márkos échyse sto prósopo tou Lámprou.
    馬爾克斯在蘭布羅斯的臉上。

變位

编辑

近義詞

编辑

反義詞

编辑

派生词

编辑