Αίγυπτος
參見:Αἴγυπτος
希腊语
词源 编辑
源自古希臘語 Αἴγυπτος (Aíguptos, “埃及”)。
发音 编辑
专有名词 编辑
Αίγυπτος (Aígyptos) f
- 埃及。
- Η Αίγυπτος είναι διάσημη για τον αρχαίο πολιτισμό της.
- I Aígyptos eínai diásimi gia ton archaío politismó tis.
- 埃及以其古文明而著称。
變格 编辑
Αίγυπτος (Aígyptos)的變格
相关词汇 编辑
- Αιγύπτιος m (Aigýptios, “埃及人”)
- Αιγύπτια f (Aigýptia, “埃及人”)
- αιγυπτιολογία f (aigyptiología, “埃及学”)
- αιγυπτιολόγος m 或 f (aigyptiológos, “埃及古物学者”)
- αιγυπτιακός (aigyptiakós, “埃及的”)
- αιγυπτιακά n 複 (aigyptiaká, “埃及阿拉伯语”)