Γιουγκοσλάβος

希腊语

编辑

名词

编辑

Γιουγκοσλάβος (Giougkoslávosm (复数 Γιουγκοσλάβοι,阴性 Γιουγκοσλάβα)

  1. 南斯拉夫人(多指男性)

变格

编辑

相关词汇

编辑