希臘語

编辑

名詞

编辑

Γροιλανδός (Groilandósm (复数 Γροιλανδοί,阴性 Γροιλανδή)

  1. 格陵蘭人(多指男性)
    η Γη των Γροιλανδώνi Gi ton Groilandón格陵蘭人的土地

變格

编辑

相關詞彙

编辑