Ισραηλινός
參見:ισραηλινός
希臘語 编辑
名詞 编辑
Ισραηλινός (Israïlinós) m (复数 Ισραηλινοί,阴性 Ισραηλινή)
- 以色列人(多指男性)
變格 编辑
Ισραηλινός的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | Ισραηλινός • | Ισραηλινοί • |
屬格 | Ισραηλινού • | Ισραηλινών • |
賓格 | Ισραηλινό • | Ισραηλινούς • |
呼格 | Ισραηλινέ • | Ισραηλινοί • |
相關詞彙 编辑
- Ισραήλ n (Israḯl, “以色列”)