希臘語 编辑

名詞 编辑

Ιταλίδα (Italídaf (复数 Ιταλίδες,阳性 Ιταλός)

  1. 意大利/義大利(女性)

變格 编辑

相關詞彙 编辑

  • 參見:Ιταλία f (Italía, 意大利/義大利)