首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
Λιβανέζος
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
Λιβανέζος
(
Livanézos
)
m
(复数
Λιβανέζοι
,阴性
Λιβανέζα
)
黎巴嫩
人(多指男性)
(作形容詞,修飾人)
黎巴嫩
的
ένας
Λιβανέζος
στρατιώτης
énas
Livanézos
stratiótis
黎巴嫩
士兵
變格
编辑
Λιβανέζος的變格
單數
複數
主格
Λιβανέζος
•
Λιβανέζοι
•
屬格
Λιβανέζου
•
Λιβανέζων
•
賓格
Λιβανέζο
•
Λιβανέζους
•
呼格
Λιβανέζε
•
Λιβανέζοι
•
相關詞彙
编辑
參見:
Λίβανος
m
(
Lívanos
,
“
黎巴嫩
”
)