Παραγουανός

希臘語

编辑

名詞

编辑

Παραγουανός (Paragouanósm (复数 Παραγουανοί,阴性 Παραγουανή)

  1. 巴拉圭人(多指男性)

變格

编辑

相關詞彙

编辑