希臘語

编辑

詞源

编辑

Σουηδία (Souidía, 瑞典) +‎ -έζος (-ézos)

名詞

编辑

Σουηδέζος (Souidézosm (复数 Σουηδέζοι,阴性 Σουηδέζα)

  1. 瑞典人(多指男性)

變格

编辑

近義詞

编辑