首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
άδικο
语言
监视本页
编辑
參見:
-άδικο
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
1.1.3
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
άδικο
(
ádiko
)
n
(复数
άδικα
)
不
公正
,
不公
錯誤
變格
编辑
άδικο的變格
單數
複數
主格
άδικο
•
άδικα
•
屬格
άδικου
•
αδίκου
•
άδικων
•
αδίκων
•
賓格
άδικο
•
άδικα
•
呼格
άδικο
•
άδικα
•
近義詞
编辑
(
不公正
)
:
αδικία
f
(
adikía
)
相關詞彙
编辑
參見:
αδικώ
(
adikó
,
“
出錯
”
)