希臘語

编辑

名詞

编辑

άλικο (álikon (复数 άλικα)

  1. 猩紅深紅色

變格

编辑
參見:άλικος (álikos)

相關詞彙

编辑

形容詞

编辑

άλικο (áliko)

  1. άλικος (álikos)賓格單數陽性形式。
  2. άλικος (álikos)主格賓格呼格單數中性形式。