源自中古希臘語 ἄσπρον (áspron),此詞原也指一種硬幣,源自拉丁語 asprum,asperum的變體,asper的賓格(參見nummus asper)。
άσπρο (áspro) n (复数 άσπροι)
άσπρο (áspro)