έγκλημα
希臘語
编辑詞源
编辑名詞
编辑έγκλημα (égklima) n (复数 εγκλήματα)
- 罪
- ειδεχθές έγκλημα ― eidechthés égklima ― 彌天大罪
變格
编辑έγκλημα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | έγκλημα • | εγκλήματα • |
屬格 | εγκλήματος • | εγκλημάτων • |
賓格 | έγκλημα • | εγκλήματα • |
呼格 | έγκλημα • | εγκλήματα • |
近義詞
编辑- 〈法〉 κακούργημα n (kakoúrgima, “重罪”)
相關詞彙
编辑- εγκληματίας m 或 f (egklimatías, “罪犯”)
- εγκληματικότητα f (egklimatikótita, “罪犯”)