希臘語

编辑

名詞

编辑

έθιμο (éthimon (复数 έθιμα)

  1. 習慣習俗傳統
    Αν επιθυμείτε να αλλάξετε το έθιμο αυτό, μπορείτε βέβαια να το αλλάξετε, αλλά, σας παρακαλώ, μην λέτε πράγματα τα οποία είναι εντελώς λανθασμένα.
    An epithymeíte na alláxete to éthimo aftó, boreíte vévaia na to alláxete, allá, sas parakaló, min léte prágmata ta opoía eínai entelós lanthasména.
    如果你想改掉這個習慣的話,你當然可以改掉,但是請你不要在這裡說一些完全錯誤的話。

變格

编辑

拓展閱讀

编辑