參見:ἕλικας

希臘語

编辑

詞源1

编辑

古典借詞,源自古希臘語 ἕλιξ, ἕλικα (hélix, hélika)。參見 έλικα (élika)

名詞

编辑

έλικας (élikasm (复数 έλικες)

  1. 螺旋槳
  2. (罕用) 螺旋
變格
编辑
近義詞
编辑

詞源2

编辑

名詞

编辑

έλικας (élikasf

  1. έλικα (élika)屬格單數形式。