希臘語

编辑

名詞

编辑

αγγελική (angelikíf (复数 αγγελικές)

  1. 白芷

變格

编辑

形容詞

编辑

αγγελική (angelikí)

  1. αγγελικός (angelikós)主格賓格呼格單數陰性形式。