希臘語

编辑

名詞

编辑

αγερικό (agerikón (复数 αγερικά)

  1. αερικό (aerikó)的另一種寫法

變格

编辑

形容詞

编辑

αγερικό (agerikó)

  1. αγερικός (agerikós)賓格單數陽性形式。
  2. αγερικός (agerikós)主格賓格呼格單數中性形式。