αγκουρέτο
希臘語 编辑
名詞 编辑
αγκουρέτο (agkouréto) n (复数 αγκουρέτα)
- (航海) 小錨
變格 编辑
αγκουρέτο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγκουρέτο • | αγκουρέτα • |
屬格 | αγκουρέτου • | αγκουρέτων • |
賓格 | αγκουρέτο • | αγκουρέτα • |
呼格 | αγκουρέτο • | αγκουρέτα • |
近義詞 编辑
- αγκύριο n (agkýrio)
相關詞彙 编辑
- 參見:άγκυρα f (ágkyra, “錨”)
- 並參見:αγκυροβολώ (agkyrovoló, “下錨”)