希臘語

编辑

形容詞

编辑

αγοραστός (agorastósm (陰性 αγοραστή,中性 αγοραστό)

  1. 來的
    Αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό.
    Aftó to glykó den to éftiaxa dystychós egó, eínai agorastó.
    不過可惜的是,這個蛋糕不是我做的,是買來的。
  2. 現成

變格

编辑