αγριάνθρωπος
希臘語 编辑
詞源 编辑
源自άγριος (ágrios, “野生的,野蠻的”) + άνθρωπος (ánthropos, “人”)
名詞 编辑
αγριάνθρωπος (agriánthropos) m (复数 αγριάνθρωποι)
變格 编辑
αγριάνθρωπος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγριάνθρωπος • | αγριάνθρωποι • |
屬格 | αγριανθρώπου • | αγριανθρώπων • |
賓格 | αγριάνθρωπο • | αγριανθρώπους • |
呼格 | αγριάνθρωπε • | αγριάνθρωποι • |