αγριάνθρωπος

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自άγριος (ágrios, 野生的,野蠻的) +‎ άνθρωπος (ánthropos, )

名詞 编辑

αγριάνθρωπος (agriánthroposm (复数 αγριάνθρωποι)

  1. 野蠻人粗野的人

變格 编辑

相關詞彙 编辑