參見:ἀδελφή

希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἀδελφή (adelphḗ)ἀδελφός (adelphós, 兄弟)的陰性形;源自原始希臘語 *hə- (相同,一起),源自原始印歐語 *sm̥- (一,一起) + *gʷelbʰ- (子宮),等同於ἁ- (ha-, 相同, 連繫前綴) +‎ δελφύς (delphús, 子宮)

發音

编辑

名詞

编辑

αδελφή (adelfíf (复数 αδελφές,阳性 αδελφός)

  1. 姊妹
    Η αδελφή μου σπουδάζει νομική.
    I adelfí mou spoudázei nomikí.
    我的姊妹學法學。
  2. 護士
    Πάω να φωνάξω την αδελφή να σου αλλάξει την πάπια.
    Páo na fonáxo tin adelfí na sou alláxei tin pápia.
    我過去叫護士來把你的便盆換了。
  3. 修女 稱呼語
    Η Αδελφή Ιωάννα είναι καλόγρια εδώ και επτά χρόνια.
    I Adelfí Ioánna eínai kalógria edó kai eptá chrónia.
    到現在,Ioanna 已經做了七年修女。
  4. (口語貶義)同性戀基佬
    Το γκέι μπαρ είναι γεμάτο αδελφές.
    To gkéi bar eínai gemáto adelfés.
    同志酒吧裡滿是基佬

變格

编辑

反義詞

编辑

派生詞

编辑

相關詞彙

编辑

同類詞彙

编辑
參見:Appendix:希臘語詞彙表/家庭