參見:ἀερίζω

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中世紀中古希臘語 ἀερίζω (aerízō)ἀέρας (aéras, ) + -ίζω (-ízō, 動詞後綴)。字面意思原為“如同空氣一樣薄” 。[1]

發音

编辑

動詞

编辑

αερίζω (aerízo) (過去簡單式 αέρισα被動語態 αερίζομαι)

  1. 通風透氣

變位

编辑

相關詞彙

编辑
  • 參見:αέρας m (aéras, 空氣,風)

參考資料

编辑
  1. αερίζω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.