αεριαγωγός
希腊语
编辑词源
编辑αέρι (aéri, “空氣”) + αγωγός (agogós, “管道”)
名词
编辑αεριαγωγός (aeriagogós) m (复数 αεριαγωγοί)
变格
编辑αεριαγωγός的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αεριαγωγός • | αεριαγωγοί • |
屬格 | αεριαγωγού • | αεριαγωγών • |
賓格 | αεριαγωγό • | αεριαγωγούς • |
呼格 | αεριαγωγέ • | αεριαγωγοί • |