希臘語 编辑

名詞 编辑

αερογέφυρα (aerogéfyraf (复数 αερογέφυρες)

  1. 空運
    η αερογέφυρα του Βερολίνουi aerogéfyra tou Verolínou柏林空運
  2. 高架橋

變格 编辑

相關詞彙 编辑