αεροδιάδρομος

希臘語 编辑

詞源 编辑

αερο- (aero-, 空氣) +‎ διάδρομος (diádromos, 走廊)

名詞 编辑

αεροδιάδρομος (aerodiádromosm (复数 αεροδιάδρομοι)

  1. 空中走廊

變格 编辑

相關詞彙 编辑

參見:αερο- (aero-)