αεροδιάδρομος
希臘語 编辑
詞源 编辑
αερο- (aero-, “空氣”) + διάδρομος (diádromos, “走廊”)
名詞 编辑
αεροδιάδρομος (aerodiádromos) m (复数 αεροδιάδρομοι)
變格 编辑
αεροδιάδρομος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αεροδιάδρομος • | αεροδιάδρομοι • |
屬格 | αεροδιαδρόμου • | αεροδιαδρόμων • |
賓格 | αεροδιάδρομο • | αεροδιαδρόμους • |
呼格 | αεροδιάδρομε • | αεροδιάδρομοι • |
相關詞彙 编辑
- 參見:αερο- (aero-)