αερόπλανο
參見:αεροπλάνο
希臘語
编辑名詞
编辑αερόπλανο (aeróplano) n (复数 αερόπλανα)
- (更口語化) αεροπλάνο (aeropláno)的另一種寫法
變格
编辑αερόπλανο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αερόπλανο • | αερόπλανα • |
屬格 | αερόπλανου • | αερόπλανων • |
賓格 | αερόπλανο • | αερόπλανα • |
呼格 | αερόπλανο • | αερόπλανα • |
相關詞彙
编辑- αεροδρόμιο n (aerodrómio, “機場”)
- 並參見:αερο- (aero-)