首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αερόπλοιο
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
αερόπλοιο
(
aeróploio
)
n
(复数
αερόπλοια
)
飛艇
變格
编辑
αερόπλοιο的變格
單數
複數
主格
αερόπλοιο
•
αερόπλοια
•
屬格
αερόπλοιου
•
αερόπλοιων
•
賓格
αερόπλοιο
•
αερόπλοια
•
呼格
αερόπλοιο
•
αερόπλοια
•
相關詞彙
编辑
參見:
αερο-
(
aero-
)