希臘語

编辑

形容詞

编辑

αετίσιος (aetísiosm (陰性 αετίσια,中性 αετίσιο)

  1. 狀的
    αετίσια μύτηaetísia mýti鷹鉤

變格

编辑

相關詞彙

编辑