αιμομίκτρια
希臘語
编辑其他寫法
编辑- αιμομίχτρια f (aimomíchtria)
名詞
编辑αιμομίκτρια (aimomíktria) f (复数 αιμομίκτριες,阳性 αιμομίκτης)
- 亂倫者
變格
编辑αιμομίκτρια的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
屬格 | αιμομίκτριας • | αιμομικτριών • |
賓格 | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
呼格 | αιμομίκτρια • | αιμομίκτριες • |
相關詞彙
编辑- 參見:αιμομιξία f (aimomixía, “亂倫”)